-
1 λείβηθρον
λείβ-ηθρον, τό,II Λείβηθρον, τό, mountain district of Thrace inhabited by Orpheus, Str.9.2.25, etc.;τὸ Λιβήθριον Paus.9.34.4
: the inhabitants were proverbially dull, whence the phrasesᾄδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων Aristaenet.1.27
;Λειβηθρίων ἀνοητότεροι Thugen. 4
: the [full] Λειβηθρίδες or Λειβηθρίδες ([etym.] -ιάδες, -ιαι) Νύμφαι were freq. confounded with the Muses, Str.9.2.25, 10.3.17, Paus.l.c., Orph.Fr. 342.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λείβηθρον
См. также в других словарях:
λείβηθρον — λείβηθρον, τὸ (ΑM) 1. υγρός τόπος, τόπος με υγρασία 2. διώρυγα αρχ. 1. (ως τοπωνύμιο) τὸ Λείβηθρον ορεινή περιοχή τής Θράκης, όπου κατοικούσε ο Ορφέας 2. παροιμ. «ᾄδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων» και «Λειβηθρίων άνοητότεροι» λεγόταν επειδή οι… … Dictionary of Greek